- κοντσερτίνα
- (concertina). Μουσικό όργανο με μεταλλικές γλωσσίδες και φυσητήρα, συγγενικό με το ακορντεόν. Οι βασικές διαφορές του από το ακορντεόν είναι ότι αντί για πλήκτρα έχει μια σειρά από κουμπιά και το σχήμα του είναι τετράγωνο ή εξάγωνο. Ο ήχος παράγεται από την ελεύθερη μεταλλική γλωσσίδα, που τίθεται σε παλμική κίνηση με το εναλλασσόμενο ρεύμα αέρα που δημιουργείται με τον χειροκίνητο φυσητήρα. Η κ. επινοήθηκε το 1829 από τον Άγγλο φυσικό και εφευρέτη του ηλεκτρικού τηλέγραφου Τσαρλς Γουίτστοουν. Αργότερα παραχώρησε τη θέση του στο ακορντεόν, το οποίο εφευρέθηκε το 1920.
* * *ημουσ. μουσικό όργανο παρόμοιο με το ακορντεόν, εξαγωνικού σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertina].
Dictionary of Greek. 2013.